Οι κινήσεις του ήταν τόσο προστατευτικές και γεμάτες αγάπη, ενώ το κοριτσάκι με τα κοτσίδια έδειχνε να απολαμβάνει τόσο την παρέα του παππού. Γυρνούσε το κεφάλι της και τον κοιτούσε με τα μάτια της να λάμπουν, ρωτώντας τον διάφορα: «Παππού, τι είναι αυτό; Παππού, γιατί εκείνο;» ενώ εκείνος πρόσεχε κάθε της κίνηση, να προλάβει κάθε της επιθυμία, να εξηγήσει κάθε της απορία.
Όμορφη εικόνα, αλήθεια.
Από εκείνη τη στιγμή άρχισα να σκανάρω γύρω μου, να δω κι άλλες εικόνες από παππούδες με τα εγγόνια τους. Δεν ήταν και τόσο απλό. Είδα πολλές, πολλές γιαγιάδες. Στην παιδική χαρά, με μια μπανάνα στο χέρι, να κυνηγάνε το εγγονάκι να φάει. Και μετά να κάθονται στο παγκάκι με άλλες συν- γιαγιάδες και να εξιστορούν τα κατορθώματα των μικρών θησαυρών τους. Να λένε η μία στην άλλη τον πόνο τους για το μικρό που δεν τρώει, που είναι Ταρζάν και ισοπεδώνει τα πάντα μέσα στο σπίτι, για τη νύφη τους που κάνει του κεφαλιού της ή για την κόρη τους που δουλεύει από το πρωί μέχρι το βράδυ.
Είδα γιαγιάδες με το καρότσι της λαϊκής και το εγγόνι από το χέρι, να σέρνουν το βάρος των προμηθειών για όλη την οικογένεια και να καμαρώνουν τη συντροφιά του μικρού ανθρωπάκου που σε λίγο θα κάθεται πάνω στο τραπέζι της κουζίνας και θα τις βλέπει να βάζουν το φαϊ στη φωτιά. Κι άλλες γιαγιάδες, να περιμένουν στο σχόλασμα, να πάρουν τα εγγονάκια- μαθητές αυτή τη φορά, να τα πάνε σπίτι, να τους βάλουν ζεστό φαγάκι να φάνε- από αυτά τα φαγητά που δύσκολα θα βρουν από τη μαμά αφού δουλεύει και το φαγητό είναι πάντα σχεδόν μαγειρεμένο αποβραδίς. Παππούδες με τα εγγόνια τους παρέα είδα λίγους.
Ήταν όμως η εικόνα τους τόσο ξεχωριστή – ίσως γιατί είναι πιο σπάνια...
Τους είδα να σπρώχνουν την κούνια στην παιδική χαρά, λίγο αβέβαια και πολύ προσεχτικά, σαν να κάθεται ο θησαυρός της γης εκεί πάνω. Τους είδα να κοιτούν με καμάρι αλλά και νοσταλγία το εγγονάκι τους όταν κάνει ποδήλατο - ίσως γιατί στο πρόσωπο του βλέπουν το δικό τους το παιδί – που ποτέ δεν χάρηκαν όταν ήταν μικρό. Πότε στη δουλειά, πότε απορροφημένοι από την ίδια τη ζωή, το παιδί τους μεγάλωνε κι εκείνοι ούτε καν το έπαιρναν χαμπάρι. Και τώρα ήρθε η ώρα να αναπληρώσουν. Και όταν το κάνουν, το κάνουν με όλη τους την έγνοια.
Κι έτσι, τους είδα να συνοδεύουν τα μικρά ανθρωπάκια στη βόλτα τους, κρατώντας τους το χέρι σφιχτά, περπατώντας αργά και μιλώντας για ιστορίες παλιές, για περιπέτειες και για μια άλλη εποχή, που έχει οριστικά τελειώσει. Τους είδα να στέκουν παράμερα στο πάρκο, κοιτώντας το εγγόνι τους να παίζει, νοσταλγώντας μέρες που δεν θα έρθουν πια, τότε που ήταν κι εκείνοι πιτσιρικάδες και ένιωθαν πως η ζωή τους ανήκει για πάντα. Δεν είναι ποτέ σε παρέες με άλλους συν- παππούδες, αλλά μοναχοί τους παρακολουθούν τις κινήσεις των μικρών συντρόφων τους- πιο υπεύθυνοι τώρα για κάποιον από ότι υπήρξαν ποτέ.
Ο παππούς. O μεγάλος μπαμπάς. Ο μπαμπάς που δεν θυμώνει, που δεν βιάζεται, που δεν τον νοιάζει αν θα αργήσει στην κίνηση. Που η υπομονή του δεν έχει τέλος κι εξηγεί πάλι και πάλι, με χαμόγελο, ποτέ δυσανασχετώντας. Είναι ο μπαμπάς με τα άσπρα μαλλιά πια, που παίζει και τσαλακώνεται και δεν βαριέται να ακούσει 100 φορές την ίδια ιστορία από τον μικρούλη. Που ζωή του μπορεί να γεμίσει από το εγγόνι του και μόνο αυτό. Και είναι ευτυχής που η ζωή του μπορεί να γεμίσει μόνο από αυτό. Που του παιδιού του το παιδί, είναι δυο φορές παιδί του...