Φιλώ τη μικρή μου και αναχωρώ. Οδηγώ σε έναν καλά μπλοκαρισμένο δρόμο. Η κίνηση με βοηθά, να χαζέψω για λίγο τους ανθρώπους, τα χρώματα, τη φύση.
Μπροστά μου, ένα αυτοκίνητο σταματημένο, ένας ανήσυχος οδηγός, ένας βρώμικος τοίχος στο πλάι, ένας ζητιάνος στη γωνία, σκόρπιες φιγούρες σκυθρωπές, ένας σκουρόχρωμος ουρανός.
Το γκρίζο σκηνικό, αλλάζει απρόσμενα, μόλις τα μάτια μου σε συναντούν : το ίδιο όμορφη, αρχοντική, λευκή με ροζ, όπως πέρσι. Θέλω να κατέβω, όμως ο χρόνος, αυτός ο χρόνος που τρέχει, μ’ εμποδίζει.
Μονάχα να σε κοιτώ μπορώ, την ώρα τούτη. Χαμογελώ για λίγο και συνεχίζω.
Είσαι σημάδι, σκέφτομαι. Ένα ευχάριστο σημάδι, στην αρχή μιας συνηθισμένης μέρας, που ξαφνικά γίνεται μέρα όμορφη, φωτεινή. Ένας προάγγελος, μιας νέας άνοιξης.
Για λίγο ο δρόμος αδειάζε», γίνεται λευκός, τα άνθη μιλούν, καινούρια βλαστάρια της ζωής ξεπροβάλλουν, ανθισμένα κλαδιά, μικρά και μεγάλα, μια κόκκινη παπαρούνα πιο κάτω κι εγώ οδηγός σε μια διαδρομή - εκδρομή.
Πόση ομορφιά!!
Δίχως καλά καλά το καταλάβω, έχω κιόλας φτάσει. Παρκάρω, αρπάζω την τσάντα βιαστικά και αναπνέω βαθιά. Μμμμ…Μυρίζει άνοιξη!!
Άνοιξη η γειτονιά κι η μέρα ζωγραφιά!
Περπατώ…
Λίγα μέτρα πιο κάτω, μια ακόμη αμυγδαλιά, ανθίζει στη γειτονιά. Αυτή τη φορά, αδιαφορώ για τον χρόνο κι έρχομαι κοντά σου. Σε αγγίζω, σε μυρίζω, σου μιλώ… Χαίρομαι!
Είσαι η πιο χαρμόσυνη γέννηση των τελευταίων ημερών.
Να κι ο ήλιος! Θαυμάσια!
Άνοιξη μυρίζει στον δικό μου ουρανό…
Ξεκινώ τη δουλειά.
Στη θύμησή μου φτάνουν, οι στίχοι της πιο όμορφης ποίησης που έχω διαβάσει :
«Άνθρωπε, άθελά σου κακέ,
σ’ ένα έστω λουλούδι, αντίκρυ,
αν ήξερες να πολιτεύεσαι σωστά,
θα τα ’χες, όλα…»
Από σήμερα ξέρεις, γλάστρα με ζουμπούλι και βασιλικό!
Από σήμερα κοίτα! Διπλά χαμογελώ!
Είναι, που απ’ τα «λίγα» μερικές φορές, κι απ’ το «ένα» άλλες, «γεννιούνται» και τα υπόλοιπα.