Όλη μέρα πηγαινοέρχεται, σβούρα κανονική, ρολάρει ακούραστη πάνω κάτω. Πρωί πρωί απ' το χάραμα ξεκινά απ' το κοτέτσι και την κατσίκα, να μαζέψει τ' αυγά και να αρμέξει, να πάρει το γάλα να κάνει το βούτυρο, αρωματικό και εύπλαστο σαν την ψυχή της. Μερικές φορές την πιάνω με την άκρη του ματιού μου να κάθεται εκεί ανάμεσα στις κότες, σε μια κοτρώνα και να σπάει καρύδια με μια πέτρα. Τρώει αυτή δίνει και στα σπουργίτια που την τριγυρίζουν άφοβα, δική τους είναι.
Άλλες φορές την ακούω να γελάει δυνατά με το τρανταχτό της γέλιο, να κουνάει συθέμελα το σπίτι, οι τοίχοι να δονούνται με σεισμό 8 ρίχτερ, γελάνε αυτοί, γελάω κι εγώ, συμμέτοχοι όλοι στο μεγάλο πανηγύρι της ζωής της.
«Μην απλώνεις βρεγμένα τα ρούχα και στάζουν, έχω σκάλα από κάτω» με προειδοποιεί δυνατά και μέσα σε πέντε λεπτά εμφανίζεται με ένα πιάτο κουλουράκια, γλυκό βαρίδι ισορροπίας στη δυναμική επίπληξη.
Καμιά φορά κάθεται και λιάζεται με τα μαύρα μοντέρνα κοκάλινα γυαλιά της, χαριτωμένη παραφωνία με την παραδοσιακή μαντίλα στο κεφάλι, να χαίρεσαι να τη βλέπεις. Τσιμπάει λίγο λίγο κάτι από μια χαρτοπετσέτα και χαίρεται σαν μικρό παιδί που το κέρασαν γλειφιτζούρι.
«Χτες ζύμωσα 10 κιλά αλεύρι» μου λέει και με κοιτάει με μάτι αγριεμένο, λαμπερό, περήφανο, γεμάτο ικανοποίηση, νικήτρια στον άνισο αγώνα τής πολύωρης πάλης της με το λαστιχωτό ζυμάρι. «Καλά δεν κουράζεστε να ζυμώνετε τόσο ψωμί;», «Συνήθεια είναι» μου λέει και τινάζει αποφασιστικά τον άσπρο σφιχτοδεμένο κότσο της προς τα πίσω, κάνοντας την ανοιχτή παλάμη της κουπί που σκίζει τον αέρα που την αγγίζει, ενώ στο βάθος του μυαλού μου ακούω το βλέμμα της «εσείς οι νεότερες είστε άμαθες».
Τις προάλλες μου χτύπησε το κουδούνι, εγώ αγουροξυπνημένη, αυτή ακμαία και λαχανιασμένη σαν παιδούλα που έπαιζε κυνηγητό, «Να πάρε, μαλλί να πλέξεις» μου λέει και μου φορτώνει στην αγκαλιά κάτω από το ανοιχτό μου στόμα, μια πλαστική σακούλα τζάμπο, ξέχειλη κουβάρια με ξηλωμένο ζικ ζακ νήμα. «Εγώ δεν πετάω τίποτα», μου εξομολογείται μυστικά με το δάχτυλο στα χείλη μη μας ακούσει κανείς, «μια ζακέτα ήταν, δεν την φορούσα, την ξήλωσα να την κάνεις ό,τι θέλεις».
Κι εγώ δεν πετάω τίποτα, σκέφτομαι, αλλά για να φτάσω τη δική σου ανοιχτωσιά δε μου φτάνει μια ζωή. Ένας ολάνθιστος κήπος με μοσχομυρωδάτα, πολύχρωμα λουλούδια, γερά, τσιμεντένια τοιχάκια γύρω γύρω και μια περίτεχνη καγκελόπορτα, ανοιχτή νύχτα μέρα για εμάς τους περαστικούς της ζωή της, να μπαίνουμε και να παρηγοριόμαστε με το χάδι της ωραίας της ψυχής.
Bright P.S. : Τα σχόλια σας είναι σημαντικά για εμάς. Ο χώρος κάτω από την ανάρτηση προσφέρεται γι' αυτό το σκοπό. Αλλά για όσους προτιμούν να αφήσουν ένα πιο προσωπικό σχόλιο ή μια ερώτηση, μπορούν να το στείλουν εδώ.
Απαγορεύεται ρητά η εν όλω ή εν μέρει αντιγραφή, αναπαραγωγή, δημοσίευση, διασκευή και χρήση σε παράγωγο έργο, μετάφραση και εν γένει κάθε είδους χρήση των Κειμένων, χωρίς την προηγούμενη άδεια της ιδιοκτήτριας της Ιστοσελίδας. Με επιφύλαξη κάθε νόμιμου δικαιώματος.