Κάποτε είχα μια πληγή που δεν έκλεινε. Δεν ήταν από αυτές που φαίνονται και κάνουν όλο τον κόσμο να κοιτάει με περιέργεια και ανακούφιση γιατί δόξα τω Θεώ δεν το έπαθε ο ίδιος και να λέει «πωπω την καημένη, τι τη βρήκε». Δεν ήταν πλημμυρισμένη στο αίμα, ούτε είχε γύρω γύρω ένα μωβ περίγραμμα, ούτε έτρεχε πύον, ούτε χρειαζόταν να της αλλάζω γάζες, να την απολυμαίνω και να τη φροντίζω κάθε μέρα. Εννοώ με οξυζενέ ή ιώδιο, ή κάποιο αντισηπτικό.
Ήταν μια κρυφή πληγή, τα κοινά μάτια δεν την έβλεπαν, μια πληγή αόρατη για να ακριβολογούμε.
Αν συναντούσα για παράδειγμα κάποιον γνωστό και μιλούσαμε περί ανέμων και υδάτων, ούτε που θα μπορούσε να υποψιαστεί ποτέ ότι είχε μπροστά του ένα ερείπιο, ότι σαχλαμάριζε με έναν άνθρωπο που ζούσε ένα τέτοιο ανείπωτο δράμα, μία εσωτερική κόλαση πόνου και ανυπέρβλητης οδύνης.
Δεν μπορεί ένας άνθρωπος που πίνει τον καφέ του σε ένα τόσο κοσμικό καφέ μια ηλιόλουστη χειμωνιάτικη μέρα και γελάει με την καρδιά του -ή τουλάχιστον κάνει πως γελάει- ένας άνθρωπος που κοιτάζει τριγύρω με ικανοποίηση και βλέμμα ανωτερότητας, σχολιάζει, παρεμβαίνει, επισημαίνει, διαφωνεί, καθοδηγεί και δίνει συμβουλές, να κρύβει μια τέτοια πληγή μέσα του.
Δεν μπορεί αυτός ο ίδιος άνθρωπος που πριν μισή ώρα ανέλυε την σύγχρονη κοινωνικοοικονομική πραγματικότητα με ύφος και στόμφο ειδικού οικονομολόγου, που έχει «μα ένα τόσο πνευματώδες και πηγαίο χιούμορ», όταν μένει μόνος να στριφογυρίζει σαν τρελός από τους πόνους, να μην μπορεί να ανοίξει τα πρησμένα μάτια του από το κλάμα, να βουλιάζει στα τάρταρα της πληγής του, με τα χέρια ψηλά και τα μάτια γουρλωμένα και γεμάτα απόγνωση ουρλιάζοντας για βοήθεια, όχι, όχι δεν μπορεί.
Τώρα για να πω και μια αλήθεια, στην πραγματικότητα δεν με ένοιαζε να τη φροντίσω. Έχασκε εκεί ανοιχτή, με τα αόρατα νεύρα και φλέβες να κρέμονται έξω, το ανακατεμένο εσωτερικό συνονθύλευμα από δέρμα, σάρκα, αίμα, που άλλαζε χρώματα τόσο όμορφα και τόσο αρμονικά, το ένα να χάνεται μέσα στο άλλο, με τέτοια δύναμη και εμπνευσμένη καλλιτεχνία, μια αναγγελία ζωής, ένα ποίημα.
Μια μέρα λοιπόν που ήμουν ξαπλωμένη στο σιδερένιο φοιτητικό μονό κρεβάτι μου, με το κεφάλι παρατημένο πάνω στο μουσκεμένο από τα κλάματα μαξιλάρι, έκανα αυτή τη διαπίστωση.
Ήταν μια μέρα ακριβώς δύο χρόνια αφότου γεννήθηκε η πληγή μου και είχαμε γενέθλια. Σκέφτηκα ότι θα έπρεπε πια κάτι να κάνω και να τη γιατρέψω, να την περιθάλψω μην σαπίσει και πάθω καμιά γάγγραινα.
Στη σκέψη αυτή με έπιασε θλίψη, τόσο δυνατή που ξέχασα τον πόνο της πληγής. Δεν γινόταν να την αφήσω να φύγει, αν την έχανα τι θα γινόμουν, πώς να άφηνα το νόημα της ύπαρξής μου να φύγει, ποιος θα με κρατούσε απασχολημένο τα βράδια της μοναξιάς μου, με τι αφορμή θα μεμψιμοιρούσα και θα έκλαιγα μέχρι λιποθυμίας, να καταριέμαι τη ζωή και τα συνακόλουθά της, πως θα κατάφερνα να ξαναγίνω το επίκεντρο του εαυτού μου και να δυστυχήσω ξανά;
Το πήρα απόφαση λοιπόν, η πληγή θα έμενε έτσι όπως ήταν, μάλιστα τις τελευταίες μέρες είχε αρχίσει να μαυρίζει ελαφρά, ότι έπρεπε για ακόμα πιο δυνατή, απαρηγόρητη δυστυχία, για ατελείωτα γλεντοκοπήματα και ξέφρενους χορούς πάνω από το ξενυχτισμένο κουφάρι της.
Ναι το είχα πάρει απόφαση, η πληγή ήταν δική μου, δεν θα μου την έπαιρνε κανείς, αυτή που την έπλασα από το τίποτα και με τόσο κόπο της είχα δώσει μορφή, ήταν το δημιούργημά μου, ένιωθα περήφανη γι' αυτή. Αυτό, ήμουν περήφανη.
Πήρα ακόμα μια ακόμα βαθύτερη ρουφηξιά από το στριφτό τσιγάρο μου, τώρα πια είχε καεί τόσο που με δυσκολία το κρατούσα ανάμεσα στα δάχτυλα. Αυτή τη φορά ο καπνός που σκόρπισε στο στόμα, κατέβηκε στο λαιμό, έτρεξε στον οισοφάγο, φούσκωσε τα πνευμόνια, θα έπαιρνα όρκο ότι κοντοστάθηκε και έριξε ένα βλέμμα στην αγαπημένη μου πληγή, τη λυπήθηκε, την άγγιξε με την άκρη των συννεφιασμένων άκρων του και μετά τη χάιδεψε με στοργή και απέραντη συμπόνια.
Μόλις είχε ξεκινήσει μια συνωμοσία εναντίον μου.